κορδυβαλλῶδες

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδῠβαλλῶδες Medium diacritics: κορδυβαλλῶδες Low diacritics: κορδυβαλλώδες Capitals: ΚΟΡΔΥΒΑΛΛΩΔΕΣ
Transliteration A: kordyballō̂des Transliteration B: kordyballōdes Transliteration C: kordyvallodes Beta Code: korduballw=des

English (LSJ)

πέδον, τό, Luc. Trag.223, said to be for κορδυλοβαλλῶδες (κορδύλη, βάλλω), a beaten floor.

Greek (Liddell-Scott)

κορδῠβαλλῶδες: πέδον, τό, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 223, λέγεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ κορδυβαλλῶδες (κορδύλη, βάλλω), ἔδαφος κτυπητόν, «στρωτόν».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορδυβαλλῶδες aangestampt:. κ. πέδον aangestampte grond Luc. 69.223.

German (Pape)

πέδον, τό, Luc. Tragod. 223, wird für κορδυλοβαλλῶδες, von κορδύλη, erkl. und soll einen festgeschlagenen od. gestampften Estrich bezeichnen.