κτείνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(22)
 
(nl)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτείνυμι]] (Α)<br />[[κτείνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κτάνυμι</i>, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>κτα</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ksa</i>-<i>nό</i>-<i>ti</i>- «[[τραυματίζω]]» — το -<i>ει</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] του [[κτείνω]], <i>ἔκτεινα</i>].
|mltxt=[[κτείνυμι]] (Α)<br />[[κτείνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κτάνυμι</i>, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>κτα</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ksa</i>-<i>nό</i>-<i>ti</i>- «[[τραυματίζω]]» — το -<i>ει</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] του [[κτείνω]], <i>ἔκτεινα</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=κτείνυμι en κτεινύω, ook geschreven κτίννυμι en κτιννύω, doden.
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 1 January 2019

Greek Monolingual

κτείνυμι (Α)
κτείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτάνυμι, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα κτα- και συνδέεται με αρχ. ινδ. ksa--ti- «τραυματίζω» — το -ει- οφείλεται σε επίδραση του κτείνω, ἔκτεινα].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτείνυμι en κτεινύω, ook geschreven κτίννυμι en κτιννύω, doden.