κρόνιππος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(22)
 
(nl)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρόνιππος]], ὁ (Α)<br /><b>μτφ.</b> (ως υβριστικό) [[παλιάλογο]] («σὺ δ' εἶ [[κρόνιππος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κρόνος]] <b>μτφ.</b> «[[ανόητος]], [[μωρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]].
|mltxt=[[κρόνιππος]], ὁ (Α)<br /><b>μτφ.</b> (ως υβριστικό) [[παλιάλογο]] («σὺ δ' εἶ [[κρόνιππος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κρόνος]] <b>μτφ.</b> «[[ανόητος]], [[μωρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] oud paard.
}}
}}

Revision as of 07:24, 1 January 2019

Greek Monolingual

κρόνιππος, ὁ (Α)
μτφ. (ως υβριστικό) παλιάλογο («σὺ δ' εἶ κρόνιππος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος, μωρός» + ἵππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] oud paard.