παραχωρητέον: Difference between revisions
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραχωρητέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν. | |lsmtext='''παραχωρητέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραχωρητέον, adj. verb. van παραχωρέω, er moet afstand gedaan worden van, met gen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must give way, ἐν ὁδοῖς π. τινί X.Lac.9.5. 2 c. gen. et dat., one must give way in a thing to a person, τοῦ ἀκριβοῦς ἄλλοις Str.4.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
παραχωρητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) μετὰ γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι πρόσωπον, Στράβ. 177· ἴδε παραχωρέω.
Greek Monotonic
παραχωρητέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραχωρητέον, adj. verb. van παραχωρέω, er moet afstand gedaan worden van, met gen.