παραθαλάττιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(Bailly1_4)
 
(nl)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[παραθαλάσσιος]], α, ον :<br />qui est sur le bord de la mer, maritime ; ἡ παραθαλαττία ([[γῆ]]) XÉN contrée maritime.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[θάλασσα]].
|btext=<i>att. c.</i> [[παραθαλάσσιος]], α, ον :<br />qui est sur le bord de la mer, maritime ; ἡ παραθαλαττία ([[γῆ]]) XÉN contrée maritime.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[θάλασσα]].
}}
{{elnl
|elnltext=παραθαλάττιος -α -ον, f. ook -ος, Ion. παραθαλάσσιος en παραθαλασσίδιος [παρά, θάλαττα] aan zee gelegen, kust‑: subst. ἡ παραθαλαττία = ἡ παραθαλάσσιος = τὰ παραθαλάσσια de kuststreek:. τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος de kust van Griekenland Hdt. 3.135.1.
}}
}}

Revision as of 07:40, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

att. c. παραθαλάσσιος, α, ον :
qui est sur le bord de la mer, maritime ; ἡ παραθαλαττία (γῆ) XÉN contrée maritime.
Étymologie: παρά, θάλασσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραθαλάττιος -α -ον, f. ook -ος, Ion. παραθαλάσσιος en παραθαλασσίδιος [παρά, θάλαττα] aan zee gelegen, kust‑: subst. ἡ παραθαλαττία = ἡ παραθαλάσσιος = τὰ παραθαλάσσια de kuststreek:. τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος de kust van Griekenland Hdt. 3.135.1.