περιδώμεθον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(3b)
(nl)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιδώμεθον:''' эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к [[περιδίδομαι]].
|elrutext='''περιδώμεθον:''' эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к [[περιδίδομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιδώμεθον ep. conj. aor. med. 1 plur. van περιδίδομαι.
}}
}}

Revision as of 07:56, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

περιδώμεθον: ἴδε ἐν λ. περιδίδωμι.

French (Bailly abrégé)

ao.2 duel de περιδίδομαι.

English (Autenrieth)

see περιδίδωμι.

Greek Monotonic

περιδώμεθον: αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του περιδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

περιδώμεθον: эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к περιδίδομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιδώμεθον ep. conj. aor. med. 1 plur. van περιδίδομαι.