ποικιλτέον: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποικιλτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ποικίλλω]], αυτό που πρέπει να δουλέψει [[κάποιος]] μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ποικιλτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ποικίλλω]], αυτό που πρέπει να δουλέψει [[κάποιος]] μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποικιλτέον, adj. verb. van ποικίλλω, er moet geborduurd worden. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must work in embroidery, Id.R. 378c.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ποικίλλω, δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C.
Greek Monotonic
ποικιλτέον: ρημ. επίθ. του ποικίλλω, αυτό που πρέπει να δουλέψει κάποιος μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλτέον, adj. verb. van ποικίλλω, er moet geborduurd worden.