ποικιλτέον: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικιλτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ποικίλλω]], αυτό που πρέπει να δουλέψει [[κάποιος]] μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ποικιλτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ποικίλλω]], αυτό που πρέπει να δουλέψει [[κάποιος]] μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλτέον, adj. verb. van ποικίλλω, er moet geborduurd worden.
}}
}}

Revision as of 08:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλτέον Medium diacritics: ποικιλτέον Low diacritics: ποικιλτέον Capitals: ΠΟΙΚΙΛΤΕΟΝ
Transliteration A: poikiltéon Transliteration B: poikilteon Transliteration C: poikilteon Beta Code: poikilte/on

English (LSJ)

   A one must work in embroidery, Id.R. 378c.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ποικίλλω, δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C.

Greek Monotonic

ποικιλτέον: ρημ. επίθ. του ποικίλλω, αυτό που πρέπει να δουλέψει κάποιος μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλτέον, adj. verb. van ποικίλλω, er moet geborduurd worden.