συμπαρανήχομαι: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(nl) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπαρανήχομαι:''' плавать рядом Luc. | |elrutext='''συμπαρανήχομαι:''' плавать рядом Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-παρανήχομαι ernaast meezwemmen. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 984] dep. med., mit od. zugleich nebenher schwimmen, Luc. Tox. 20.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρανήχομαι: νήχομαι πλησίον ὁμοῦ, Λουκ. Τόξ. 20.
French (Bailly abrégé)
nager ensemble près du rivage.
Étymologie: σύν, παρανήχομαι.
Greek Monolingual
Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].
Greek Monolingual
Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].
Greek Monotonic
συμπαρανήχομαι: αποθ., κολυμπώ μαζί με κάποιον, παραπλέω κοντά του, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρανήχομαι: плавать рядом Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρανήχομαι ernaast meezwemmen.