σφάξ: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(4b) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σφάξ:''' ᾱκός ὁ дор. Theocr. = [[σφήξ]]. | |elrutext='''σφάξ:''' ᾱκός ὁ дор. Theocr. = [[σφήξ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σφάξ -ακός, ὁ Dor. voor σφήξ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
σφαγός,
A = σφαγή 11, Sch.E.Hec.571; elsewh. only in compds., διασφάξ, etc. II σφάξ, σφᾱκός, Dor. for σφήξ, Theoc. 5.29.
Greek (Liddell-Scott)
σφάξ: σφαγός, = σφαγὴ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 566˙ ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέσει, διασφάξ, κτλ., Λοβεκ. Παραλ. 97. ΙΙ. σφάξ, σφᾱκός, Δωρ. ἀντὶ σφήξ.
Greek Monolingual
(I)
-αγός, ἡ, Α
ο τράχηλος τών ζώων στον οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάζω. Η λ. απαντά εν συνθέσει στα διασφάξ, άποσφάξ, νεο-σφάξ.———————— (II)
-ακός, ἡ, Α
(δωρ. τ. του σφήξ) βλ. σφήκα.
Russian (Dvoretsky)
σφάξ: ᾱκός ὁ дор. Theocr. = σφήξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφάξ -ακός, ὁ Dor. voor σφήξ.