συνδιόλλυμι: Difference between revisions
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιόλλῡμι''': [[διόλλυμι]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]] [[ὁμοῦ]], Εὐρ. Ἀποσπ. 555. ― Παθητ., καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]], Γρηγ. Ναζ. ἐν Καταλόγῳ Clark σ. 39, 5. | |lstext='''συνδιόλλῡμι''': [[διόλλυμι]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]] [[ὁμοῦ]], Εὐρ. Ἀποσπ. 555. ― Παθητ., καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]], Γρηγ. Ναζ. ἐν Καταλόγῳ Clark σ. 39, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:20, 1 January 2019
English (LSJ)
A kill together, E.Fr.551:—Pass., perish together, Procop.Arc.19.
German (Pape)
[Seite 1009] (s. ὄλλυμι), mit oder zugleich verderben, tödten, Eur. Oed. fr. 10.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιόλλῡμι: διόλλυμι, καταστρέφω, φονεύω ὁμοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 555. ― Παθητ., καταστρέφομαι ὁμοῦ, Γρηγ. Ναζ. ἐν Καταλόγῳ Clark σ. 39, 5.
Greek Monolingual
Α
φονεύω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διόλλυμι «καταστρέφω, αφανίζω»].
Russian (Dvoretsky)
συνδιόλλῡμι: одновременно губить (ἀπώλεσ᾽ αὐτὸν κἀμὲ συνδιώλεσεν Eur.).