συνεξίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(4b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεξίσταμαι''': Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.
|lstext='''συνεξίσταμαι''': Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξίσταμαι]]<br />[[εξέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξίσταμαι Medium diacritics: συνεξίσταμαι Low diacritics: συνεξίσταμαι Capitals: ΣΥΝΕΞΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: synexístamai Transliteration B: synexistamai Transliteration C: syneksistamai Beta Code: suneci/stamai

English (LSJ)

Pass.,

   A make common cause with, Plb.3.34.9, 3.68.8, 5.39.4.

German (Pape)

[Seite 1016] (s. ἵστημι), mit od. zugleich aufstehen und herausgehen, in den Kampf ziehen, Pol. 3, 34, 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξίσταμαι: Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.

Greek Monolingual

Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συνεξίσταμαι: (fut. συνεκστήσομαι, aor. 2 συνεξέστην) вместе выходить (на бой), одновременно выступать Polyb.