ἀττάκης: Difference between revisions
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
(6) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀττάκης]] και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α)<br />[[είδος]] ακρίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το [[αττέλαβος]]]. | |mltxt=[[ἀττάκης]] και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α)<br />[[είδος]] ακρίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το [[αττέλαβος]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ου<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">kind of locust</b> (LXX)<br />Other forms: Also <b class="b3">ἀττακύς</b> (LXX), <b class="b3">ἄττακος</b> m. (Aristeas, Ph.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Unknown. Loan word, from the orient, or from the substr? Cf. [[ἀττέλαβος]]. S. Gil, Insectos 238. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 2 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of
A locust, LXX Le.11.22 (ἀττακύς Al. ibid.): —also ἄττακος, ὁ, Aristeas 145, Ph.1.85.
German (Pape)
[Seite 389] ὁ, eine Heuschreckenart, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀττάκης: -ου, ὁ, εἶδος ἀκρίδος ἐχούσης κεφαλὴν λείαν καὶ συχναζούσης εἰς πετρώδη μέρη, πιθαν. λέξις Χαλδαϊκὴ σημαίνουσα τὸν καταβιβρώσκοντα, καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπ’ αὐτῶν τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ, καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ Ἑβδ. (Λευ. ια΄, 23), ἴδε Sturz Διαλ. Μακ. σ. 70· ― παρὰ Φίλωνι (1. 85) καὶ ἄττακος· ― Πρβλ. ἀττέλαβος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἄττακος Aristeas 145; ἀττακός Ph.1.85
entom. cierta langosta LXX Le.11.22, Aristeas l.c., Ph.l.c.
Greek Monolingual
ἀττάκης και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α)
είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αττέλαβος].
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: kind of locust (LXX)
Other forms: Also ἀττακύς (LXX), ἄττακος m. (Aristeas, Ph.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Loan word, from the orient, or from the substr? Cf. ἀττέλαβος. S. Gil, Insectos 238.