βορβορύζω: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(7) |
(1) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βορβορύζω]] (Α)<br />έχω [[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>βλ.</b> και λ. [[βόρβορος]])]. | |mltxt=[[βορβορύζω]] (Α)<br />έχω [[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>βλ.</b> και λ. [[βόρβορος]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[rumble]] (Hippon, s. LSJSup.)<br />Derivatives: <b class="b3">βορβορυγή ποιός τις ἦχος</b>, <b class="b3">ὅν καὶ κορκορυγην καλοῦσιν</b> H., <b class="b3">βορβορυγμός</b> <b class="b2">id.</b> (Hp.); also <b class="b3">βορβόρωσις</b> (Archig. ap. Aët.), as if from <b class="b3">βορβορόω</b> (s. [[βόρβορος]]). <b class="b3">βορβορίζει γογγύζει</b>, <b class="b3">μολύνει</b>. <b class="b3">Κύπριοι</b> H., <b class="b3">βορβορισμός</b> (Cael. Aur.) = <b class="b3">βορβορυγμός</b>;<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation. Connection with <b class="b3">βόρβορος</b> though partly different in meaning; such developments are found sometimes. In <b class="b3">βορβορίζει</b> the two meanings come together. No etym. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 3 January 2019
German (Pape)
[Seite 453] = βομβυλιάζω, Hesych.; βορβορύττειν, Psell.
Greek (Liddell-Scott)
βορβορύζω: παρ’ Ἡσυχ., ἔχω γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστ. (Προβλ. 27. 11) μεταχειρίζεται βομβυλιάζω· ―οὐσιαστ. βορβορυγμός, ὁ, γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἱππ. Προγν. 40 ἢ βορβορυγή, Ἡσύχ. Πρβλ. κορκορυγέω, κορκορυγή.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. -βυρίζω anón. medic. en AfP 3.1906.160
1 gorgotear ἐβορβόρυζε δ' ὥστε κύθρος ἔτνεος gorgoteaba como puchero de puré de lentejas Hippon.118.
2 medic. emitir borborigmos ἡ κοιλίη ... βορβορύζει Hp.Int.6, cf. Gal.19.401, anón medic.l.c.
• Etimología: Forma c. red. impresiva de origen onomat.
Greek Monolingual
βορβορύζω (Α)
έχω γουργούρισμα στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (βλ. και λ. βόρβορος)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: rumble (Hippon, s. LSJSup.)
Derivatives: βορβορυγή ποιός τις ἦχος, ὅν καὶ κορκορυγην καλοῦσιν H., βορβορυγμός id. (Hp.); also βορβόρωσις (Archig. ap. Aët.), as if from βορβορόω (s. βόρβορος). βορβορίζει γογγύζει, μολύνει. Κύπριοι H., βορβορισμός (Cael. Aur.) = βορβορυγμός;
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation. Connection with βόρβορος though partly different in meaning; such developments are found sometimes. In βορβορίζει the two meanings come together. No etym.