ἔμφωτον: Difference between revisions
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(11) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔμφωτον]], το (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[εύρος]], το [[διάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κοίλο]] του κώνου<br /><b>2.</b> φωτιζόμενο [[μέρος]], το [[μέρος]] από όπου εισέρχεται φως, π.χ. [[πλευρά]] τοίχου που έχει παράθυρα. | |mltxt=[[ἔμφωτον]], το (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[εύρος]], το [[διάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κοίλο]] του κώνου<br /><b>2.</b> φωτιζόμενο [[μέρος]], το [[μέρος]] από όπου εισέρχεται φως, π.χ. [[πλευρά]] τοίχου που έχει παράθυρα. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=(<b class="b3">-ος</b>)<br />See also: s. <b class="b3">φῶς</b> | |||
}} | }} |
Revision as of 00:50, 3 January 2019
English (LSJ)
τό,
A hollow of a cone, Hero *Stereom.1.55.
Spanish (DGE)
-ου, τό
espacio o intervalo vacío que deja pasar la luzde áreas o volúmenes inscritos en cuerpos geom., Hero Stereom.1.55, 57, 60, 76, 77
•en edificios vano, intercolumnio Euagr.Schol.HE 4.31.
Greek Monolingual
ἔμφωτον, το (AM)
μσν.
το εύρος, το διάστημα
αρχ.
1. το κοίλο του κώνου
2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα.
Frisk Etymological English
(-ος)
See also: s. φῶς