καβαθα: Difference between revisions

1b
(18)
(1b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καβαθα]], ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)<br />(αμφβλ. τονισμού) πήλινο [[πιάτο]], [[γαβάθα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[γαβαθόν]]. Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[γαβάθα]]].
|mltxt=[[καβαθα]], ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)<br />(αμφβλ. τονισμού) πήλινο [[πιάτο]], [[γαβάθα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[γαβαθόν]]. Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[γαβάθα]]].
}}
{{etym
|etymtx=Etymology: s. [[γάβαθον]]
}}
}}