κιάθω: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(20) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κιάθω]] (Α)<br />(εκτετ. τ. του <i>κίω</i>)<br />μόνο σύνθ. με πρόθ. [[μετακιάθω]], [[εκτός]] του «ἐκίαθεν<br />ἐπορεύετο» του <b>Ησύχ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κίω</i>]. | |mltxt=[[κιάθω]] (Α)<br />(εκτετ. τ. του <i>κίω</i>)<br />μόνο σύνθ. με πρόθ. [[μετακιάθω]], [[εκτός]] του «ἐκίαθεν<br />ἐπορεύετο» του <b>Ησύχ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κίω</i>]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[κίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 3 January 2019
English (LSJ)
lengthd. for κίω, only in compd. μετακιάθω (exc.
A ἐκίαθεν Hsch.); cf. κίατο. κιανθείς· ἑταίρα κιανγάλη (λίαν καλή Mein.), Hsch. κιάντωρ· κιναιδῶς, Id. κίασθαι· κεῖσθαι, and κίατο· ἐκινεῖτο, Id. κίβαλος· διάκονος, Id. κίββα· πήρα (Aetol.), Id.
German (Pape)
[Seite 1436] = κίω, VLL.), s. μετακιάθω.
Greek (Liddell-Scott)
κιάθω: ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ κίω, γνωστὸν μόνον ἐκ τοῦ συνθέτου μετακιάθω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
c. κίω.
Greek Monolingual
κιάθω (Α)
(εκτετ. τ. του κίω)
μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω, εκτός του «ἐκίαθεν
ἐπορεύετο» του Ησύχ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω].
Frisk Etymological English
See also: s. κίω.