κιάθω: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(20)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιάθω]] (Α)<br />(εκτετ. τ. του <i>κίω</i>)<br />μόνο σύνθ. με πρόθ. [[μετακιάθω]], [[εκτός]] του «ἐκίαθεν<br />ἐπορεύετο» του <b>Ησύχ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κίω</i>].
|mltxt=[[κιάθω]] (Α)<br />(εκτετ. τ. του <i>κίω</i>)<br />μόνο σύνθ. με πρόθ. [[μετακιάθω]], [[εκτός]] του «ἐκίαθεν<br />ἐπορεύετο» του <b>Ησύχ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κίω</i>].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[κίω]].
}}
}}

Revision as of 02:08, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιάθω Medium diacritics: κιάθω Low diacritics: κιάθω Capitals: ΚΙΑΘΩ
Transliteration A: kiáthō Transliteration B: kiathō Transliteration C: kiatho Beta Code: kia/qw

English (LSJ)

lengthd. for κίω, only in compd. μετακιάθω (exc.

   A ἐκίαθεν Hsch.); cf. κίατο. κιανθείς· ἑταίρα κιανγάλη (λίαν καλή Mein.), Hsch. κιάντωρ· κιναιδῶς, Id. κίασθαι· κεῖσθαι, and κίατο· ἐκινεῖτο, Id. κίβαλος· διάκονος, Id. κίββα· πήρα (Aetol.), Id.

German (Pape)

[Seite 1436] = κίω, VLL.), s. μετακιάθω.

Greek (Liddell-Scott)

κιάθω: ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ κίω, γνωστὸν μόνον ἐκ τοῦ συνθέτου μετακιάθω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

c. κίω.

Greek Monolingual

κιάθω (Α)
(εκτετ. τ. του κίω)
μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω, εκτός του «ἐκίαθεν
ἐπορεύετο» του Ησύχ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω].

Frisk Etymological English

See also: s. κίω.