ναῦσσον: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(26)
(2)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ναῡσσον, τὸ (Α)<br />[[ονομασία]] φορολογίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], δάνεια λ. καρικής προελεύσεως, [[χωρίς]] όμως να αποκλείεται και κάποια συγένειά του με το [[ναῦς]].
|mltxt=ναῡσσον, τὸ (Α)<br />[[ονομασία]] φορολογίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], δάνεια λ. καρικής προελεύσεως, [[χωρίς]] όμως να αποκλείεται και κάποια συγένειά του με το [[ναῦς]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">name of a tax</b> (Cyzicus VIa, Kos Ia).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Because of the <b class="b3">-σσ-</b> (orig.. Sampi) technical, perh. Carian word; s. Wackernagel RhM 48, 299 (Kl. Schr. 2, 1214f.)?
}}
}}

Revision as of 04:55, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναῦσσον Medium diacritics: ναῦσσον Low diacritics: ναύσσον Capitals: ΝΑΥΣΣΟΝ
Transliteration A: naûsson Transliteration B: nausson Transliteration C: naysson Beta Code: nau=sson

English (LSJ)

τό, name of a tax, SIG4.6 (Cyzicus, vi B.C.), 1000.1 (Cos, i B.C.).—In SIG4 -σσ- is written T.

Greek Monolingual

ναῡσσον, τὸ (Α)
ονομασία φορολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, δάνεια λ. καρικής προελεύσεως, χωρίς όμως να αποκλείεται και κάποια συγένειά του με το ναῦς.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: name of a tax (Cyzicus VIa, Kos Ia).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Because of the -σσ- (orig.. Sampi) technical, perh. Carian word; s. Wackernagel RhM 48, 299 (Kl. Schr. 2, 1214f.)?