ποῦρος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(33)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν [[πουρί]]<br />(με υβριστική σημ.)<br /><b>1.</b> ο [[μεγάλης]] ηλικίας, ο γερασμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πουρό</i><br />ο [[παλιόγερος]] ή η παλιόγρια.
|mltxt=-ή, -ό, Ν [[πουρί]]<br />(με υβριστική σημ.)<br /><b>1.</b> ο [[μεγάλης]] ηλικίας, ο γερασμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πουρό</i><br />ο [[παλιόγερος]] ή η παλιόγρια.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[πῶρος]]
}}
}}

Revision as of 06:15, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποῦρος Medium diacritics: ποῦρος Low diacritics: πούρος Capitals: ΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: poûros Transliteration B: pouros Transliteration C: poyros Beta Code: pou=ros

English (LSJ)

ὁ,

   A = πῶρος, SIG245 G22, al. (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
βλ. πῶρος.———————— (II)
-α, -ο, Ν
αμιγής, καθαρός, αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puro «καθαρός» < λατ. purus «καθαρός»].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν πουρί
(με υβριστική σημ.)
1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το πουρό
ο παλιόγερος ή η παλιόγρια.

Frisk Etymological English

See also: s. πῶρος