διιχνεύω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(9)
m (Text replacement - "˙" to "·")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διιχνεύω''': [[ἐξιχνιάζω]], ἰχνηλατῶ, Πολύβ. 4. 68, 3, Ὀππ. Ἁλ. 3. 37˙― διιχνέω Γαλεομ. 34.
|lstext='''διιχνεύω''': [[ἐξιχνιάζω]], ἰχνηλατῶ, Πολύβ. 4. 68, 3, Ὀππ. Ἁλ. 3. 37·― διιχνέω Γαλεομ. 34.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διιχνεύω]] (Α) [[ιχνεύω]]<br />[[ανιχνεύω]] σε όλη την [[έκταση]], [[αναζητώ]] με [[επιμονή]] όπως ο [[σκύλος]] τα ίχνη.
|mltxt=[[διιχνεύω]] (Α) [[ιχνεύω]]<br />[[ανιχνεύω]] σε όλη την [[έκταση]], [[αναζητώ]] με [[επιμονή]] όπως ο [[σκύλος]] τα ίχνη.
}}
}}

Latest revision as of 19:32, 6 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

διιχνεύω: ἐξιχνιάζω, ἰχνηλατῶ, Πολύβ. 4. 68, 3, Ὀππ. Ἁλ. 3. 37·― διιχνέω Γαλεομ. 34.

Greek Monolingual

διιχνεύω (Α) ιχνεύω
ανιχνεύω σε όλη την έκταση, αναζητώ με επιμονή όπως ο σκύλος τα ίχνη.