Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεκδύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
(4)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διεκδύομαι''': ἀόρ. διεξέδυν˙ - ἐξολισθαίνω διά τινος, Ἱππ. 305. 52˙ δ. τὸν ὄχλον Πλούτ. Τιμολ. 10.
|lstext='''διεκδύομαι''': ἀόρ. διεξέδυν· - ἐξολισθαίνω διά τινος, Ἱππ. 305. 52· δ. τὸν ὄχλον Πλούτ. Τιμολ. 10.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκδύομαι Medium diacritics: διεκδύομαι Low diacritics: διεκδύομαι Capitals: ΔΙΕΚΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diekdýomai Transliteration B: diekdyomai Transliteration C: diekdyomai Beta Code: diekdu/omai

English (LSJ)

aor. διεξέδυν (but διεκδύσαι· ἀποδρᾶσαι, Hsch.),

   A slip out through, Hp.Morb.Sacr.7; δ. τὸν ὄχλον Plu.Tim.10: abs., prob. in Id.Pel.17.

Greek (Liddell-Scott)

διεκδύομαι: ἀόρ. διεξέδυν· - ἐξολισθαίνω διά τινος, Ἱππ. 305. 52· δ. τὸν ὄχλον Πλούτ. Τιμολ. 10.

Spanish (DGE)

huir εὐμαρῶς διεκδύσεται Ph.1.471.

Greek Monotonic

διεκδύομαι: αόρ. βʹ διεξέδυν, ξεγλιστρώ ανάμεσα, με αιτ., σε Πλούτ.