κόλπωσις: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(6_8) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόλπωσις''': -εως, ἡ, ὁ εἰς πτυχὴν ἢ κόλπον [[σχηματισμός]], κ. πτερῶν, ἡ [[διόγκωσις]] «φούσκωμα» τῶν πτερύγων πρὸ τοῦ ἀνέμου, Ἡρῳδιαν. 1. 15, | |lstext='''κόλπωσις''': -εως, ἡ, ὁ εἰς πτυχὴν ἢ κόλπον [[σχηματισμός]], κ. πτερῶν, ἡ [[διόγκωσις]] «φούσκωμα» τῶν πτερύγων πρὸ τοῦ ἀνέμου, Ἡρῳδιαν. 1. 15, 11· ― ἐν τῷ πληθ., ἑλιγμοί, τῶν πλῶν Πτολ. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A forming into a fold, κ. πτερῶν arching of wings before the wind, Hdn.1.15.5.
German (Pape)
[Seite 1476] ἡ, das Bilden eines Busens, das Aufblähen, Anschwellen der Segel, Sp.; πτερῶν, vom Strauß, Hdn. 1, 15, 11.
Greek (Liddell-Scott)
κόλπωσις: -εως, ἡ, ὁ εἰς πτυχὴν ἢ κόλπον σχηματισμός, κ. πτερῶν, ἡ διόγκωσις «φούσκωμα» τῶν πτερύγων πρὸ τοῦ ἀνέμου, Ἡρῳδιαν. 1. 15, 11· ― ἐν τῷ πληθ., ἑλιγμοί, τῶν πλῶν Πτολ.