λωποδυσία: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(23) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωποδῠσία''': ἡ, κλοπὴ ἐνδυμάτων, «ξεγύμνωμα», λῄστευσις, Γλωσσ. | |lstext='''λωποδῠσία''': ἡ, κλοπὴ ἐνδυμάτων, «ξεγύμνωμα», λῄστευσις, Γλωσσ.· ― λωποδῠσίου [[δίκη]], [[καταγγελία]] ἐπὶ λῃστείᾳ, λωποδυσίᾳ, Ἑρμογέν.· πρβλ. Att. Process. σ. 360. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[λωποδυσία]] και λωποδυτία) [[λωποδύτης]]<br />[[ξεγύμνωμα]], επιτήδεια [[κλοπή]], [[ιδίως]] αντικειμένων μικρής αξίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλοπή]] ενδυμάτων. | |mltxt=η (Α [[λωποδυσία]] και λωποδυτία) [[λωποδύτης]]<br />[[ξεγύμνωμα]], επιτήδεια [[κλοπή]], [[ιδίως]] αντικειμένων μικρής αξίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλοπή]] ενδυμάτων. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (λῶπος, δύω) prop.
A slipping into another's clothes: hence, highway-robbery, J.BJ4.3.4 (pl.), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
λωποδῠσία: ἡ, κλοπὴ ἐνδυμάτων, «ξεγύμνωμα», λῄστευσις, Γλωσσ.· ― λωποδῠσίου δίκη, καταγγελία ἐπὶ λῃστείᾳ, λωποδυσίᾳ, Ἑρμογέν.· πρβλ. Att. Process. σ. 360.
Greek Monolingual
η (Α λωποδυσία και λωποδυτία) λωποδύτης
ξεγύμνωμα, επιτήδεια κλοπή, ιδίως αντικειμένων μικρής αξίας
αρχ.
κλοπή ενδυμάτων.