μελισσουργέω: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(6_5) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελισσουργέω''': Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι [[μελισσουργός]], [[Πολυδ]]. Α΄, | |lstext='''μελισσουργέω''': Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι [[μελισσουργός]], [[Πολυδ]]. Α΄, 234· πρβλ. [[μελιτουργέω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
Att. μελιττ-,
A to be a bee-master, Arist.HA624a21 (prob.), Poll.1.254.
German (Pape)
[Seite 124] ein Bienenzüchter sein, Poll. 1, 254.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσουργέω: Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι μελισσουργός, Πολυδ. Α΄, 234· πρβλ. μελιτουργέω.