κατερειπόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατερειπόω''': τῷ ἑπομ., ἑάλω ἡ [[πόλις]] καὶ κατηρειπώθη Διόδ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 625 Hoesch˙ τοῦ κατηρειπωμένου Ἡλιόδ. 9. 5.
|lstext='''κατερειπόω''': τῷ ἑπομ., ἑάλω ἡ [[πόλις]] καὶ κατηρειπώθη Διόδ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 625 Hoesch· τοῦ κατηρειπωμένου Ἡλιόδ. 9. 5.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατερειπόω:''' Diod. = [[κατερείπω]].
|elrutext='''κατερειπόω:''' Diod. = [[κατερείπω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερειπόω Medium diacritics: κατερειπόω Low diacritics: κατερειπόω Capitals: ΚΑΤΕΡΕΙΠΟΩ
Transliteration A: katereipóō Transliteration B: katereipoō Transliteration C: katereipoo Beta Code: katereipo/w

English (LSJ)

= sq., in pf. part. Pass., D.S.32.14, Hld.9.5, Porph. Plot.12, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1397] = Folgdm; D. Sic. bei Phot. bibl. p. 383, 16; Heliod. 9, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κατερειπόω: τῷ ἑπομ., ἑάλω ἡ πόλις καὶ κατηρειπώθη Διόδ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 625 Hoesch· τοῦ κατηρειπωμένου Ἡλιόδ. 9. 5.

Russian (Dvoretsky)

κατερειπόω: Diod. = κατερείπω.