ένεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(12)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνεδρος]], ο (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ενεδρευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατοικεί σ' έναν [[τόπο]], [[ένοικος]] («αὐλάς [[ποίας]] [[ἔνεδρος]] ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», <b>Σοφ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[ἔνεδρος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στην [[έδρα]], στον πρωκτό.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνεδρος]], ο (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ενεδρευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατοικεί σ' έναν [[τόπο]], [[ένοικος]] («αὐλάς [[ποίας]] [[ἔνεδρος]] ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», <b>Σοφ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[ἔνεδρος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στην [[έδρα]], στον πρωκτό.
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἔνεδρος, ο (AM)
μσν.
ο ενεδρευτής
αρχ.
αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.).
(II)
ἔνεδρος, -α, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.