Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ένεδρος

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

(I)
ἔνεδρος, ο (AM)
μσν.
ο ενεδρευτής
αρχ.
αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.).
(II)
ἔνεδρος, -α, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.