ανάζωστος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(3)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[αναζώνω]]<br />αυτός που έχει ζωστεί [[ψηλά]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο<br />αυτός που δεν έχει ζωστεί, [[άζωστος]], [[ξέζωστος]] επίρρ. <i>ανάζωστα</i><br />[[χωρίς]] [[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ζωστός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[αναζώνω]]<br />αυτός που έχει ζωστεί [[ψηλά]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο<br />αυτός που δεν έχει ζωστεί, [[άζωστος]], [[ξέζωστος]] επίρρ. <i>ανάζωστα</i><br />[[χωρίς]] [[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ζωστός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:40, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο αναζώνω
αυτός που έχει ζωστεί ψηλά.
(II)
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ζωστεί, άζωστος, ξέζωστος επίρρ. ανάζωστα
χωρίς ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + ζωστός.