ανάζωστος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο αναζώνω
αυτός που έχει ζωστεί ψηλά.
(II)
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ζωστεί, άζωστος, ξέζωστος επίρρ. ανάζωστα
χωρίς ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + ζωστός.