ίκταρ: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(17)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἴκταρ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με ένα [[χτύπημα]], ταυτόχρονα («κεραυνοὶ [[ἴκταρ]] ἅμα βροντῇ», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>τοπ.</b> πολύ [[κοντά]] («ἥμενοι Διὸς [[ἴκταρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> «τὸ [[ἴκταρ]]» — το γυναικείο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε [[επίρρημα]] και ετυμολογικά συνδέεται πιθ. με λατ. <i>ī</i><i>c</i><i>ō</i> «[[κτυπώ]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[ἴκταρ]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἴκταρ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με ένα [[χτύπημα]], ταυτόχρονα («κεραυνοὶ [[ἴκταρ]] ἅμα βροντῇ», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>τοπ.</b> πολύ [[κοντά]] («ἥμενοι Διὸς [[ἴκταρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> «τὸ [[ἴκταρ]]» — το γυναικείο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε [[επίρρημα]] και ετυμολογικά συνδέεται πιθ. με λατ. <i>ī</i><i>c</i><i>ō</i> «[[κτυπώ]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[ἴκταρ]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 12:43, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἴκταρ (Α)
επίρρ.
1. με ένα χτύπημα, ταυτόχρονα («κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ», Ησίοδ.)
2. τοπ. πολύ κοντά («ἥμενοι Διὸς ἴκταρ», Αισχύλ.)
3. ως ουσ. «τὸ ἴκταρ» — το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε επίρρημα και ετυμολογικά συνδέεται πιθ. με λατ. īcō «κτυπώ»].
(II)
ἴκταρ, ὁ (Α)
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].