θρίναξ: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(17) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />θρῑναξ, -ακος, ὁ (Α)<br />γεωργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για το [[λίχνισμα]] του σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με [[κατάληξη]] -<i>ᾰξ</i>. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό <i>τρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[τρία]]), δηλ. <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>tri</i>-<i>snak</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>snag</i> «[[αιχμή]]») ή <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>trisn</i>-<i>ak</i>- «με [[τρεις]] αιχμές» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άκ</i>-<i>ρος</i>). Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το [[θρίον]] «[[φύλλο]] συκιάς»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />θρῑναξ, -ακος, ὁ (Α)<br />γεωργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για το [[λίχνισμα]] του σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με [[κατάληξη]] -<i>ᾰξ</i>. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό <i>τρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[τρία]]), δηλ. <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>tri</i>-<i>snak</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>snag</i> «[[αιχμή]]») ή <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>trisn</i>-<i>ak</i>- «με [[τρεις]] αιχμές» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άκ</i>-<i>ρος</i>). Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το [[θρίον]] «[[φύλλο]] συκιάς»].<br /><b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thrinax</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. [[θρίναξ]] «[[τρικράνι]]», λόγω του σχήματος τών φύλλων του)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:06, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
θρῑναξ, -ακος, ὁ (Α)
γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα του σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με κατάληξη -ᾰξ. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό τρι- (< τρία), δηλ. < ΙE tri-snak- (πρβλ. αγγλ. snag «αιχμή») ή < ΙE trisn-ak- «με τρεις αιχμές» (πρβλ. άκ-ρος). Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το θρίον «φύλλο συκιάς»].
(II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrinax (< αρχ. θρίναξ «τρικράνι», λόγω του σχήματος τών φύλλων του)].