κάμερα: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
(19)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ<br /><b>βλ.</b> [[κάμαρα]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ<br />κινηματογραφική ή τηλεοπτική [[μηχανή]] λήψεως εικόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. (<i>movie</i>) <i>camera</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>camera</i> «[[αψίδα]], [[θόλος]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ<br /><b>βλ.</b> [[κάμαρα]].<br /><b>(II)</b><br />ἡ<br />κινηματογραφική ή τηλεοπτική [[μηχανή]] λήψεως εικόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. (<i>movie</i>) <i>camera</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>camera</i> «[[αψίδα]], [[θόλος]]»].
}}
}}

Revision as of 13:12, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)

βλ. κάμαρα.
(II)

κινηματογραφική ή τηλεοπτική μηχανή λήψεως εικόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. (movie) camera < λατ. camera «αψίδα, θόλος»].