μπρίκι: Difference between revisions

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
(26)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br />δικάταρτο ιστιοφόρο, αλλ. [[πάρωνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>brig</i>, συντμ. τ. του αγγλ. <i>brigantine</i> (<b>βλ.</b> [[μπριγαντίνο]])].———————— <b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> μικρό μετάλλινο [[σκεύος]] με [[λαβή]], το οποίο χρησιμεύει για την [[παρασκευή]] του [[καφέ]] και άλλων αφεψημάτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μπρίκια κολλάμε [[τώρα]];» λέγεται για [[κάτι]] αυτονόητα εύκολο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>ibrik</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br />δικάταρτο ιστιοφόρο, αλλ. [[πάρωνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>brig</i>, συντμ. τ. του αγγλ. <i>brigantine</i> (<b>βλ.</b> [[μπριγαντίνο]])].<br /> <b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> μικρό μετάλλινο [[σκεύος]] με [[λαβή]], το οποίο χρησιμεύει για την [[παρασκευή]] του [[καφέ]] και άλλων αφεψημάτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μπρίκια κολλάμε [[τώρα]];» λέγεται για [[κάτι]] αυτονόητα εύκολο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>ibrik</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το
δικάταρτο ιστιοφόρο, αλλ. πάρωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brig, συντμ. τ. του αγγλ. brigantine (βλ. μπριγαντίνο)].
(II)
το
1. μικρό μετάλλινο σκεύος με λαβή, το οποίο χρησιμεύει για την παρασκευή του καφέ και άλλων αφεψημάτων
2. φρ. «μπρίκια κολλάμε τώρα;» λέγεται για κάτι αυτονόητα εύκολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ibrik].