λαιμότομος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(3) |
(1ba) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λαιμότομος:''' <b class="num">1)</b> с перерезанным горлом, отрубленный ([[κεφαλή]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.). | |elrutext='''λαιμότομος:''' <b class="num">1)</b> с перерезанным горлом, отрубленный ([[κεφαλή]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λαιμότομος]], ον<br />with the [[throat]] cut, [[severed]] by the [[throat]], Eur.; Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί the [[blood]] [[dripping]] from the [[Gorgon]]'s [[severed]] [[head]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 9 January 2019
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
égorgé, détaché de la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.
Greek Monolingual
λαιμότομος, -ον (Α)
αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά-τομος, υλό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
λαιμότομος: 1) с перерезанным горлом, отрубленный (κεφαλή Eur.);
2) пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.).
Middle Liddell
λαιμότομος, ον
with the throat cut, severed by the throat, Eur.; Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί the blood dripping from the Gorgon's severed head, Eur.