μέντα: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(24) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το [[φυτό]] μένθη ή [[μίνθη]], που ανήκει σε [[γένος]] δικότυλων πολυετών ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας λαμιίδες, με φύλλα τα οποία με την [[τριβή]] αναδίδουν ευχάριστη [[μυρωδιά]] που οφείλεται στο αιθέριο [[έλαιο]] το οποίο περιέχουν, ονομαζόμενο και αυτό [[μέντα]]<br /><b>1.</b> [[ηδύποτο]] με [[άρωμα]] μέντας, αλλ. πίπερμαν<br /><b>3.</b> [[καραμέλα]] με [[άρωμα]] μέντας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>menta</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>menta</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίνθα]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μίνθη]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το [[φυτό]] μένθη ή [[μίνθη]], που ανήκει σε [[γένος]] δικότυλων πολυετών ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας λαμιίδες, με φύλλα τα οποία με την [[τριβή]] αναδίδουν ευχάριστη [[μυρωδιά]] που οφείλεται στο αιθέριο [[έλαιο]] το οποίο περιέχουν, ονομαζόμενο και αυτό [[μέντα]]<br /><b>1.</b> [[ηδύποτο]] με [[άρωμα]] μέντας, αλλ. πίπερμαν<br /><b>3.</b> [[καραμέλα]] με [[άρωμα]] μέντας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>menta</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>menta</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίνθα]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μίνθη]])].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[σφάλμα]], [[λάθος]]<br /><b>2.</b> [[δυστροπία]]<br /><b>3.</b> [[συρραφή]] τών πανιών πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>menda</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
η
1. βοτ. το φυτό μένθη ή μίνθη, που ανήκει σε γένος δικότυλων πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας λαμιίδες, με φύλλα τα οποία με την τριβή αναδίδουν ευχάριστη μυρωδιά που οφείλεται στο αιθέριο έλαιο το οποίο περιέχουν, ονομαζόμενο και αυτό μέντα
1. ηδύποτο με άρωμα μέντας, αλλ. πίπερμαν
3. καραμέλα με άρωμα μέντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. menta < λατ. menta (< μίνθα < αρχ. μίνθη)].
(II)
η
1. σφάλμα, λάθος
2. δυστροπία
3. συρραφή τών πανιών πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. menda].