προσορμώ: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source
(35)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />προσορμῶ, -έω, ΝΑ [[πρόσορμος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[εισέρχομαι]] σε όρμο για [[αγκυροβόληση]], προσορμίζομαι, [[αγκυροβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] αγκυροβολημένος σε όρμο.———————— <b>(II)</b><br />-άω, Α [<i>ὁρμῶ</i> (Ι)]<br />[[ορμώ]] [[προς]] κάποιον ή [[κάτι]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />προσορμῶ, -έω, ΝΑ [[πρόσορμος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[εισέρχομαι]] σε όρμο για [[αγκυροβόληση]], προσορμίζομαι, [[αγκυροβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] αγκυροβολημένος σε όρμο.<br /> <b>(II)</b><br />-άω, Α [<i>ὁρμῶ</i> (Ι)]<br />[[ορμώ]] [[προς]] κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
προσορμῶ, -έω, ΝΑ πρόσορμος
(αμτβ.) εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβόληση, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ
νεοελλ.
είμαι αγκυροβολημένος σε όρμο.
(II)
-άω, Α [ὁρμῶ (Ι)]
ορμώ προς κάποιον ή κάτι.