προσορμώ

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source

Greek Monolingual

(I)
προσορμῶ, -έω, ΝΑ πρόσορμος
(αμτβ.) εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβόληση, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ
νεοελλ.
είμαι αγκυροβολημένος σε όρμο.
(II)
-άω, Α [ὁρμῶ (Ι)]
ορμώ προς κάποιον ή κάτι.