σίτα: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(37)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[σήτα]].———————— <b>(II)</b><br />και [[σίττα]], η, Ν<br />(διαλ. τ.) η [[κατσίκα]].———————— <b>(III)</b><br />τὰ, Α<br />(πληθ. του [[σίτος]]) <b>βλ.</b> [[σίτος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[σήτα]].<br /> <b>(II)</b><br />και [[σίττα]], η, Ν<br />(διαλ. τ.) η [[κατσίκα]].<br /> <b>(III)</b><br />τὰ, Α<br />(πληθ. του [[σίτος]]) <b>βλ.</b> [[σίτος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βλ. σήτα.
(II)
και σίττα, η, Ν
(διαλ. τ.) η κατσίκα.
(III)
τὰ, Α
(πληθ. του σίτος) βλ. σίτος.