λαιμότομος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
(1ba)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λαιμότομος:''' <b class="num">1)</b> с перерезанным горлом, отрубленный ([[κεφαλή]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.).
|elrutext='''λαιμότομος:'''<br /><b class="num">1)</b> с перерезанным горлом, отрубленный ([[κεφαλή]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λαιμότομος]], ον<br />with the [[throat]] cut, [[severed]] by the [[throat]], Eur.; Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί the [[blood]] [[dripping]] from the [[Gorgon]]'s [[severed]] [[head]], Eur.
|mdlsjtxt=[[λαιμότομος]], ον<br />with the [[throat]] cut, [[severed]] by the [[throat]], Eur.; Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί the [[blood]] [[dripping]] from the [[Gorgon]]'s [[severed]] [[head]], Eur.
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égorgé, détaché de la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.

Greek Monolingual

λαιμότομος, -ον (Α)
αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά-τομος, υλό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

λαιμότομος:
1) с перерезанным горлом, отрубленный (κεφαλή Eur.);
2) пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.).

Middle Liddell

λαιμότομος, ον
with the throat cut, severed by the throat, Eur.; Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί the blood dripping from the Gorgon's severed head, Eur.