ἀκόμπαστος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκόμπαστος:''' лишенный хвастливости Aesch., Eur. | |elrutext='''ἀκόμπαστος:''' лишенный хвастливости Aesch., Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κομπάζω]]<br />not [[boastful]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:39, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A unboastful, A.Th.538, E.Fr.872:—ἄκομπος, A. Th.554, S.Fr.210.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόμπαστος: καὶ ἄκομπος, ον, ὁ μὴ κομπάζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 538, αὐτόθι 554.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans jactance, modeste.
Étymologie: ἀ, κομπάζω.
Spanish (DGE)
-ον
no jactancioso, no fanfarrón A.Th.538, λόγος E.Fr.872, φάτις E.Fr.873.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόμπαστος, -ον) κομπάζω
αυτός που δεν κομπάζει, που δεν καυχιέται, ο μετριόφρων.
Greek Monotonic
ἀκόμπαστος: -ον (κομπάζω), αυτός που δεν κομπάζει, που δεν υπερηφανεύεται, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόμπαστος: лишенный хвастливости Aesch., Eur.