συνεργάτις: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(4b)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεργάτις:''' ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.).
|elrutext='''συνεργάτις:''' ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-εργά˘τις, ιδος, ὁ, [fem. of [[συνεργάτης]].]
}}
}}

Revision as of 13:20, 9 January 2019

Greek Monotonic

συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.

Russian (Dvoretsky)

συνεργάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.).

Middle Liddell

συν-εργά˘τις, ιδος, ὁ, [fem. of συνεργάτης.]