Περσονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6)
(1ba)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Περσονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που κυβερνά τους Πέρσες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''Περσονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που κυβερνά τους Πέρσες, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Περσο-[[νόμος]], ον, [[νέμω]]<br />[[ruling]] Persians, Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:50, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui commande aux Perses.
Étymologie: Πέρσαι, νέμω.

Greek Monotonic

Περσονόμος: -ον (νέμω), αυτός που κυβερνά τους Πέρσες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Περσο-νόμος, ον, νέμω
ruling Persians, Aesch.