πιμπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(3b)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πιμπλέω:''' ион. = [[πιμπλάω]].
|elrutext='''πιμπλέω:''' ион. = [[πιμπλάω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πιμπλέω]], = [[πίμπλημι]] [ionic [[part]]. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]
}}
}}

Revision as of 14:25, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

πιμπλέω: τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 (μετὰ διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι).

French (Bailly abrégé)

ion. c. πιμπλάω.

Greek Monolingual

βλ. πίμπλημι.

Greek Monotonic

πιμπλέω: = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. πιμπλεῦσαι, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πιμπλέω: ион. = πιμπλάω.

Middle Liddell

πιμπλέω, = πίμπλημι [ionic part. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]