συνευνέτις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(4b)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνευνέτις:''' ῐδος ἡ Eur. = ἡ [[σύνευνος]].
|elrutext='''συνευνέτις:''' ῐδος ἡ Eur. = ἡ [[σύνευνος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνευνέτις]], ιδος,<br />a [[wife]] or [[concubine]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:30, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
c. σύνευνος.
Étymologie: fém. de συνευνέτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνευνέτις -ιδος, ἡ, Att. ook ξυνευνέτις [συνευνέτης] bedgenote.

Russian (Dvoretsky)

συνευνέτις: ῐδος ἡ Eur. = ἡ σύνευνος.

Middle Liddell

συνευνέτις, ιδος,
a wife or concubine, Eur.