δολορράφος: Difference between revisions
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
(4) |
(1ab) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δολορράφος:''' [ᾰ], -ον ([[ῥάπτω]]), αυτός που μηχανεύεται δόλους. | |lsmtext='''δολορράφος:''' [ᾰ], -ον ([[ῥάπτω]]), αυτός που μηχανεύεται δόλους. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δολορ-ρά˘φος, ον <i>adj</i> [[ῥάπτω]]<br />[[contriving]] wiles. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
δολορράφος: [ᾰ], -ον, (ῥάπτω) πανοῦργος, ἄπιστος, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 925.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ourdit, trame des intrigues.
Étymologie: δόλος, ῥάπτω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
costurero de engaños, artero Tz.H.8.918.
Greek Monotonic
δολορράφος: [ᾰ], -ον (ῥάπτω), αυτός που μηχανεύεται δόλους.
Middle Liddell
δολορ-ρά˘φος, ον adj ῥάπτω
contriving wiles.