γηπετής: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γηπετής:''' дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur. | |elrutext='''γηπετής:''' дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πίπτω]]<br />falling or [[fallen]] to [[earth]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ές, (πίπτω)
A falling or fallen to earth, E.Ph.668 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
γηπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πίπτων ἢ πεσὼν εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Φοιν. 668.
Greek Monolingual
γηπετής (-ές (Α)
αυτός που έπεσε κάτω στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -πετής < πίπτω)
Greek Monotonic
γηπετής: -ές (πίπτω), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
γηπετής: дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur.