Διπολιώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(4) |
(1ab) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Δῑπολιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όπως το [[Διπόλια]], δηλ. απαρχαιωμένος, [[παμπάλαιος]], ξεπερασμένος, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Δῑπολιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όπως το [[Διπόλια]], δηλ. απαρχαιωμένος, [[παμπάλαιος]], ξεπερασμένος, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Δῑπολι-ώδης, ες [from Δῑπόλεια] <i>adj</i> [[εἶδος]]<br />like the [[Διπόλια]], i. e. [[obsolete]], out of [[date]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ες,
A like the feast of Dipolia, old-world, Ar.Nu.984.
Greek (Liddell-Scott)
Δῑπολιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τὴν ἑορτὴν τῶν Διπολίων, ἀπηρχαιωμένος, παμπάλαιος, Ἀριστοφ. Νεφ. 984.
Spanish (DGE)
(Δῑπολιώδης) -ες
como las fiestas Dipolias ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη antiguallas tan viejas como las Dipolias Ar.Nu.984.
Greek Monotonic
Δῑπολιώδης: -ες (εἶδος), όπως το Διπόλια, δηλ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος, ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Δῑπολι-ώδης, ες [from Δῑπόλεια] adj εἶδος
like the Διπόλια, i. e. obsolete, out of date, Ar.