δοτέος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(1b)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δοτέος:''' adj. verb. к [[δίδωμι]].
|elrutext='''δοτέος:''' adj. verb. к [[δίδωμι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δοτέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj. of [[δίδωμι]]<br /><b class="num">I.</b> to be given, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> δοτέον, one must [[give]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοτέος Medium diacritics: δοτέος Low diacritics: δοτέος Capitals: ΔΟΤΕΟΣ
Transliteration A: dotéos Transliteration B: doteos Transliteration C: doteos Beta Code: dote/os

English (LSJ)

α, ον, (δίδωμι)

   A to be given, Hdt.8.111.    II δοτέον one must give, Pl. R.452e, Alex.250, etc.; one must allow, c. inf., Luc.Abd.9.

Greek (Liddell-Scott)

δοτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δίδωμι, ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, αὐτόθι 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut donner.
Étymologie: adj. verb. de δίδωμι.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser dado σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα Hdt.8.111, μισθὸς ἄρα τις δ. Arist.EN 1134b7, ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα Str.12.3.23.

Greek Monotonic

δοτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του δίδωμι·
I. αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.
II. δοτέον, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δοτέος: adj. verb. к δίδωμι.

Middle Liddell

δοτέος, η, ον adj verb. adj. of δίδωμι
I. to be given, Hdt.
II. δοτέον, one must give, Hdt.