δοτέος: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(1b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δοτέος:''' adj. verb. к [[δίδωμι]]. | |elrutext='''δοτέος:''' adj. verb. к [[δίδωμι]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δοτέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj. of [[δίδωμι]]<br /><b class="num">I.</b> to be given, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> δοτέον, one must [[give]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 9 January 2019
English (LSJ)
α, ον, (δίδωμι)
A to be given, Hdt.8.111. II δοτέον one must give, Pl. R.452e, Alex.250, etc.; one must allow, c. inf., Luc.Abd.9.
Greek (Liddell-Scott)
δοτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δίδωμι, ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, αὐτόθι 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut donner.
Étymologie: adj. verb. de δίδωμι.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser dado σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα Hdt.8.111, μισθὸς ἄρα τις δ. Arist.EN 1134b7, ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα Str.12.3.23.
Greek Monotonic
δοτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του δίδωμι·
I. αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.
II. δοτέον, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δοτέος: adj. verb. к δίδωμι.
Middle Liddell
δοτέος, η, ον adj verb. adj. of δίδωμι
I. to be given, Hdt.
II. δοτέον, one must give, Hdt.