ἐπισφύρια: Difference between revisions

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
(2)
(1ab)
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπισφύρια:''' (ῠ) τά<br /><b class="num">1)</b> эписфирии (кольца или пряжки, скреплявшие кнемиды поверх щиколотки) (κνημῖδες ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυῖαι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> лодыжки Anth.
|elrutext='''ἐπισφύρια:''' (ῠ) τά<br /><b class="num">1)</b> эписфирии (кольца или пряжки, скреплявшие кнемиды поверх щиколотки) (κνημῖδες ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυῖαι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> лодыжки Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπισφύ˘ρια, τά, [[σφυρόν]]<br /><b class="num">I.</b> bands, clasps or hooks, [[which]] fastened the [[greaves]] (κνημῖδεσ) [[over]] the [[ankle]], Il.<br /><b class="num">II.</b> the [[ankle]], Anth.
}}
}}

Revision as of 22:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισφύρια Medium diacritics: ἐπισφύρια Low diacritics: επισφύρια Capitals: ΕΠΙΣΦΥΡΙΑ
Transliteration A: episphýria Transliteration B: episphyria Transliteration C: episfyria Beta Code: e)pisfu/ria

English (LSJ)

[ῠ], τά,

   A leg-guards; in Hom., always of silver, Il.3. 331, al.    2 the part above the ankle-joint, ankle, AP6.206.8(Antip. Sid.), Opp.C.4.438 ; cf. sq.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφύρια: ῠ, τά, αἱ πόρπαι δι᾿ ὧν συνήπτοντο πρὸς ἄλληλα κατὰ τὰ σφυρὰ τὰ δύο μέρη τὰ ἀποτελοῦντα τὰς περικνημῖδας, παρ᾿ Ὁμ. ἀείποτε ἀργυρᾶ ταῦτα, κνημῖδας... ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας, «τοῖς τῶν σφυρῶν καλύμμασιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 331, Λ. 18, κτλ. 2) τὸ ἄνω μέρος τῆς κατὰ τὰ σφυρὰ ἀρθρώσεως, τὰ σφυρά, Ἀνθ. Π. 6. 206, Ὀππ. Κ. 4. 434. ‒ Πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monotonic

ἐπισφύρια: [ῠ], τά (σφυρόν
I. πόρπες ή αγκράφες, με τις οποίες έδεναν τις περικνημίδες (κνημῖδες) πάνω από τον αστράγαλο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αστράγαλος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισφύρια: (ῠ) τά
1) эписфирии (кольца или пряжки, скреплявшие кнемиды поверх щиколотки) (κνημῖδες ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυῖαι Hom.);
2) лодыжки Anth.

Middle Liddell

ἐπισφύ˘ρια, τά, σφυρόν
I. bands, clasps or hooks, which fastened the greaves (κνημῖδεσ) over the ankle, Il.
II. the ankle, Anth.