εὐθυμάχος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(2b)
(1ab)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐθῠμάχος:''' сражающийся в открытом бою Anth.
|elrutext='''εὐθῠμάχος:''' сражающийся в открытом бою Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐθυ-μά˘χος, ον = [[εὐθυμάχης]], Anth.]
}}
}}

Revision as of 22:40, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1070] = εὐθυμάχης, ἄνδρες Simon. 18 (VI, 442); π ολιῆται 30 (App. 73).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυμάχος: ᾰ, ον, = εὐθυμάχης, Σιμωνίδ. 108, Ἀνθ. Π. παράρτ. 73.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va droit à l’ennemi.
Étymologie: εὐθύς, μάχομαι.

Greek Monolingual

εὐθυμάχος, -ον (Α)
ο ευθυμάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + -μάχος (< μάχομαι)
πρβλ. μονο-μάχος, ναυ-μάχος].

Greek Monotonic

εὐθυμάχος: [ᾰ], -ον, = εὐθυμάχης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠμάχος: сражающийся в открытом бою Anth.

Middle Liddell

εὐθυ-μά˘χος, ον = εὐθυμάχης, Anth.]