καρανιστής: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(2b) |
(1ab) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰρᾱνιστής:''' οῦ adj. m Eur. = [[καρανιστήρ]]. | |elrutext='''κᾰρᾱνιστής:''' οῦ adj. m Eur. = [[καρανιστήρ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰρᾱνιστής, οῦ, = κάρᾱνον, Eur.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:45, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1325] ὁ, den Kopf, das Leben kostend, μόρος Eur. Rhes. 817.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρᾱνιστής: ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς μόρος, θάνατος δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui arrache la tête, la vie.
Étymologie: *καρανίζω de κάρα.
Greek Monolingual
(καρανιστής, ὁ) (Α)
αυτός που θανατώνει με αποκεφαλισμό («καρανιστὴς μόρος» — θάνατος με αποκεφαλισμό, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].
Greek Monotonic
κᾰρᾱνιστής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρᾱνιστής: οῦ adj. m Eur. = καρανιστήρ.
Middle Liddell
κᾰρᾱνιστής, οῦ, = κάρᾱνον, Eur.]